Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Νέος Ελληνικός κινηματογράφος "Η γλυκεία συμμορία"


«Όποιος ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία) τιμωρείται με φυλάκιση  
τουλάχιστον έξι μηνών.» (Άρθρο 187 παρ. 3 Ποινικού Κώδικα).

  Βλέποντας κάποιος την ταινία «η γλυκεία συμμορία» δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει σε αυτήν στοιχεία του νέου ελληνικού κινηματογράφου (Ν.Ε.Κ). Στοιχεία που οι πρώτοι σκηνοθέτες του είδους (στοιχειώδεις γνώσεις τεχνικής, ιστορίας, αισθητικής), τα έχουν πάρει από μια ιδιωτική σχολή, αυτήν του Λυκούργου Σταυράκου. Βέβαια δεν υπερτιμάτε ο ρόλος αυτής της σχολής, μια και οι μαθητές της συνέχισαν μετά αλλού, πλην όμως ήταν μια σχετικά καλή αφετηρία για την δεκαετία του 70. Το ευρύτερο πολιτιστικό κλίμα στην πατρίδα μας εκείνη την δεκαετία ήταν ενεργό, ενώ παρουσιάζονται και νέοι θεατρικοί συγγραφείς, παράλληλα ο Ν.Ε.Κ θριαμβεύει στο φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου. Ταινίες του Παντελή Βούλγαρη, του Θεοδώρου Αγγελοπούλου της Τώνιας Μαρκετάκη κ.α αντιπαρατίθενται ως φιλμικές ιδιάζουσες γλώσσες καθώς και ως περιεχόμενο, προς την αναισθησία και μικρόνου εθνικοχριστιανική βωβότητα της χούντας. Οι σκηνοθέτες με τον δικό τους τρόπο, μέσα από τα έργα τους με εμμέσους αυτολογοκριμένους, συμβολικούς ή μεταφορικούς και διφορούμενους τρόπους, κατορθώνουν να αποδοκιμάσουν την αντιδραστική κουλτούρα της δικτατορίας.  Η ανάγκη των σκηνοθετών να παρακάμψουν και ταυτόχρονα να καταγγείλουν την απριλιανή λογοκρισία επέβαλλε εκ μέρους τους μια σιβυλλική στάση και συμπεριφορά που ήταν σκοτεινή, μυστηριώδης, δύσκολη. διφορούμενη στην κατανόηση της. Αποτέλεσμα ήταν να γεννηθούν τα πολυμορφικά χαρακτηριστικά του Ν.Ε.Κ. Εν τελεί η δικτατορία των συνταγματαρχών μέσα από την άρνηση της στην τέχνη, βοήθησε άθελα της στην γέννηση και ανάπτυξη του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. 

Ο σκηνοθέτης              
 Ο Νικολαΐδης γεννήθηκε στην Αθήνα στην οποία και έζησε. Σπούδασε σκηνοθεσία στην Σχολή Ελληνικού Κινηματογράφου και Τηλεόρασης. Το 1960 τον βρίσκουμε στο πλευρό του Βασίλη Γεωργιάδη. Ιδιότυπη περίπτωση σκηνοθέτη, που αν και είχε μεγαλώσει μέσα στο σκληρό και βαρύ μετεμφυλιακό κλίμα του ’50, κρατά συνειδητή απόσταση από την πολιτική, την οποία την διώχνει στο ασυνείδητο των ηρώων του. Το ροκ το έχει ως μουσική φόρμα και ως τρόπο ζωής, ενώ η εμφάνιση στα έργα του σκηνικών θανάτου και καταστροφής ίσως οφείλεται στα όσα φρικιαστικά βίωσε κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Τα θέματα που θα δει κάποιος στις ταινίες του είναι η δεκαετία του 1950 καθώς και το φιλμ νουάρ, το παιχνίδι μεταξύ θανάτου και σεξ, η πάλη με κάθε μορφής εξουσίες, ο έρωτας και η συντροφικότητα, αλλά και τα φαντάσματα του παρελθόντος.  Ο Νικολαΐδης ταξινόμησε τις ταινίες του ως τριλογίες, μια από αυτές «τα χρόνια της χολέρας» περιλαμβάνει και την ταινία στην οποία αναφερόμαστε. Απεβίωσε στις 5 Σεπτεμβρίου 2007 και μέχρι σήμερα παραμένει ο μοναδικός Έλληνας αυτής της ειδικότητας, που κέρδισε βραβείο ως καλύτερος σκηνοθέτης στο φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, καθώς και στο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης όχι μια, αλλά πέντε φορές.                                                                                                                                                                                                           
Η ταινία           
 Την ταινία μπορούμε να την οριοθετήσουμε ως μια αλληγορική καταγγελία ενάντια στην δυτική πολιτιστική παρακμή, που ταΐζει τους λαούς της με τόνους πολιτιστικών και πνευματικών απορριμμάτων, με ψεύτικα πρότυπα και χίμαιρες, που υποστηρίζονται από άτομα του συστήματος  (ψυχιάτρους), αγνοώντας ότι ο άνθρωπος όταν πέσει σε κατάθλιψή είναι μια βιοχημική ανωμαλία και όχι μια φυσική αντίδραση ενός υγιούς ατόμου, που διαθέτει αντισώματα απέναντι σε ένα θεσμικό κτήνος, που θέλει να καταπιεί την υγιή σκέψη των ανθρώπων. Η υπόθεση της ταινίας ξεκινά κάπως γλαφυρά, με έναν ήπιο τόνο και με μια δόση χιούμορ, ενώ η εξέλιξη της διακρίνεται από μυστήριο και δράση. Οι σκηνές που αφορούν γυμνό ή σεξ, είναι σε τέτοιο σημείο, που ναι μεν να προκαλούν το ενδιαφέρον του θεατή, αλλά παράλληλα να μην του γεννούν δυσάρεστα αισθήματα. Στην ταινία Γλυκιά Συμμορία του 1983, ο Νικολαΐδης μας δίνει τον ορισμό μιας ιδιότυπης, ιδιόρρυθμης, παράξενης ένωσης προσώπων, ας τολμήσω να πω ανόμοιων μεταξύ τους.  Παρακολουθούμε λοιπόν όχι ακριβώς την ιστορία αυτή κάθε εαυτή των προσώπων, αλλά πέντε μέρες από την ζωή τους και στην συγκεκριμένη περίπτωση τις τελευταίες τους. Πρόκειται για τέσσερα άτομα που με την όλη τους συμπεριφορά και την «ανηθικότητα» τους, υπερασπίζονται την ιδεολογία της αντικουλτούρας και του «περιθωρίου». Δηλαδή, ενώ δέχονται τις αξίες της κοινωνίας, διαφοροποιούνται κάθετα ως προς αυτές όπου κυρίαρχα είναι τα συμφέροντα κράτους  και άρχουσας τάξης, η οποία τα προστατεύει με έναν απρόσωπα εγκληματικό και κατασταλτικό μηχανισμό. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ομάδα, η οποία έχει κάνει την επιλογή να ζει κατά κάποιο τρόπο ποιητικά, αντιμετωπίζοντας δηλαδή την ζωή ως ένα αισθητικό γεγονός ή ως μια μορφή τέχνης.  

Αποτέλεσμα εικόνας για Η ΓΛΥΚΙΑ ΣΥΜΜΟΡΙΑ
                       
Όπως είπαμε λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με μια ομάδα που στρέφεται ενάντια στην εξουσία και ζει από επιλογή στο περιθώριο. Είναι μια συμμορία που απαρτίζεται από τρία άτομα, που είναι: η Μαρίνα, ο Αργυρής και η Σοφία, τα οποία ζουν με σχετικό κίνδυνο, μια και κάνουν οι δυο πρώτοι μικροκλοπές και η Σοφία βίζιτες σε νεκρόφιλους. Στην πορεία η συμμορία διευρύνεται με τον Αντρέα και πλέον αρχίζει να βλέπει την ζωή με σταθερά αυξανομένη περιφρόνηση. Αρχηγός αυτής της ομάδας είναι η Σοφία (Δέσποινα Τομαζάνη). Η Σοφία είναι η γυναίκα βαμπίρ της ταινίας. Ο Νικολαΐδης όμως δίπλα σε αυτήν, βάζει  ένα ήρεμο κορίτσι που είναι και το δεύτερο γυναικείο μέλος της Συμμορίας, την Μαρίνα (Δώρα Μασκλαβάνου), από την οποία υπάρχουν στιγμές που βγάζει μια γλυκιά σκληρότητα και μία τρυφερή μελαγχολία, πάντα όμως κρατά για τον εαυτό της μια δόση ανεξαρτησίας. Υπαρχηγός της Συμμορίας είναι ο Αργύρης (Τάκης Μόσχος). Άνεργος ηθοποιός που διάλεξε να ζήσει την μποέμικη ζωή των παρανόμων, από την συνεχόμενη επαγγελματική έκπτωση της τηλεόρασης. Η ταινία μας όμως επειδή δεν είναι μόνο γροθιά στο στομάχι, αλλά έχει και σκηνές που άνετα τις χαρακτηρίζεις χιουμοριστικές και ελαφρύνουν κατά κάποιο τρόπο την υπόθεση της ταινίας. Μια τέτοια σκηνή βλέπουμε όταν ο Αργυρής, επισκέπτεται τον Κωνσταντίνο Τζούμα, παραγωγό ταινιών πoρνό φλου αρτιστίκ. Ο ίδιος έχει ήδη πληρωθεί για να παίξει στην τσόντα που γυρίζεται, αλλά επειδή είναι ερωτευμένος με την Μαρίνα αρνείται και πείθει το φίλο του Αντρέα (Τάκη Σπυριδάκη), που είναι το νεότερο μέλος της Συμμορίας, να παίξει στην θέση του. 

Σχετική εικόνα

Κατά τη διάρκεια όμως των γυρισμάτων, θα γνωριστούν με την Ρόζα (Λένια Πολυκράτη), η οποία έχει ρόλο πρωταγωνιστικό στη ταινία πορνό του Κωνσταντίνου και προσπαθεί να μπει στην ομάδα των τεσσάρων φέρνοντας και μία δική της «δουλειά» και απαιτώντας το ανάλογο ποσοστό της, μόνο που η δουλειά θα στραβώσει και οι υπόλοιποι βλέποντας την αφέλεια της την ρίχνουν (οι 4 εδώ στα μάτια του θεατή δείχνουν πιο καθίκια από ότι είναι). Τελικά οι δραστηριότητες της συμμορίας πέφτουν στην αντίληψη των κατασταλτικών μηχανισμών μιας και ένας μόνιμος χαφιές είναι σχεδόν πάντα έξω από το σπίτι οπού ζουν, και για του οποίου τις κινήσεις έχουν βάλει κάμερα να τον παρακολουθεί (εδώ ο σκηνοθέτης μας εμφανίζεται προφητικός σε σχέση με το σήμερα, μια και οι κάμερες παρακολούθησης έχουν μπει για τα καλά στην ζωή μας), μάλιστα σε κάποια στιγμή πιάνουν και κουβέντα μαζί του. Είναι το σημείο εκείνο που η ταινία βλέπει με συμπάθεια τον ξανθό (Άλκης Παναγιωτίδης) και το παίζει διπλά, είναι ο μπάτσος που είναι μόνος του και παράλληλα είναι ο μοναχικός θάνατος και κάπου εκεί γίνεται μέλος στην παρέας. Τους συνδέει όλους ο κοινός χώρος. Ο ξανθός με την σιωπηλή και ταυτόχρονα συνεχή παρουσία του φαίνεται να συμβολίζει τον θάνατο, γιατί σε κάποιο πλάνο ανάμεσά στα τραίνα, σε έναν εκ των δυο που συναντά σε ένα βαγόνι η Σοφία του λέει: «πάντως δεν είναι μπάτσος, το ξέρω». Εδώ ο σκηνοθέτης κλεινή το μάτι στον θεατή, λέγοντας του «μην μένεις στα εξωτερικά μόνο στοιχεία, κοίταξε να δεις μήπως αυτός ο άνθρωπος είναι και κάτι άλλο». Τελικά η Σοφία θα τον σκοτώσει «τον σκότωσα λίγο», όπως ομολογεί στους άλλους και το σώμα του θα το αφήσουν στο μπαλκόνι σε κοινή θέα των ασφαλιτών, ως μια επίδειξη απολυτής απαξίωσης της εξουσίας που αυτοί εκπροσωπούν. Αποτέλεσμα είναι να εγκλωβιστούν μέσα στο σπίτι, αλλά πρώτα έχουν φροντίσει να οπλιστούν με καραμπίνες από ένα οπλοπωλείο που τις έκλεψαν. Σε αυτό το σημείο της ταινίας βλέπουμε μια διαφορετική Μαρίνα από αυτήν των χαμηλών τόνων που μέχρι τώρα είχαμε παρακολουθήσει. Επανερχόμενοι τώρα στο σπίτι, βλέπουμε ότι πλέον έχουν περικυκλωθεί από τους συνάδελφους του χαφιέ και αποφασίζουν να υπερασπιστούν τον χώρο τους, επιλέγοντας την μέχρις εσχάτων ηρωική άμυνα, από την παράδοση και το συμβιβασμό.     

    
 Γενικά στην ταινία τα πρόσωπα που παίζουν ενσαρκώνουν αντί-ήρωες οι οποίοι κουβαλάνε μέσα τους μια μοναξιά και ένα υπαρξιακό κενό και δεν αναμένουν παθητικά το τέλος, αλλά με δυναμικό τρόπο, είτε το προκαλούν οι ίδιοι, είτε το φέρνουν πιο κοντά. Είναι πρόσωπα φορείς της μυθολογίας της παρακμής και ως τέτοια δεν περιμένουν τίποτε από το μέλλον τους (αισθάνονται ότι είναι ελεύθεροι από τα κοινωνικά δεσμά), αυτό υπάρχει μόνο ως ο τερματικός σταθμός της βέβαιης και βασανιστικής πτώσης τους. Παράλληλα απορρίπτουν το άγονο και στείρο παρών τους, που ούτε υπόσχεται, αλλά και δεν κυοφορεί οτιδήποτε, συνειδητοποιούν ότι περνώντας ο χρόνος στενεύουν και τα δικά τους περιθώρια άρνησης της ζωής και ως τελευταία αντίδραση, επιλέγουν την ηρωική έξοδο «διαλέγοντας να πεθάνουν ανόητα πίσω από τις κοντόκαννες καραμπίνες τους, φτύνοντας ένα άτσαλο και κοροϊδευτικό γέλιο καταπάνω σας». Ίσως να τους ταίριαζε κάτω από μια άλλη διαφορετική ματιά αυτό που είχε γράψει ο Νίκος Καζαντζάκης «ήθελε να ‘ναι λεύτερος, σκοτώστε τον…».    


Το εικαστικό μέρος της ταινίας 
 Το εικαστικό μέρος της ταινίας είναι πολύχρωμο, φροντισμένο, σκοτεινό, προκλητικό. Βλέπουμε αυτή την παράξενη ομάδα, να ζει μέσα σε μια κατοικία η οποία είναι στολισμένη με επιρροές ροκ της δεκαετίας του 1950, για αυτό και υπάρχουν μέσα σε αυτό το σπίτι διασκορπισμένα παντού στον χώρο, κούκλες, κινηματογραφικές  αφίσες, ακόμη και ένα Juke Box. Η ταινία ανοίγει με εντυπωσιακό τρόπο, βλέποντας την Μεριλίν Μονρόε να μας κοιτά μέσα από μια τεράστια φωτογραφία, χαμογελώντας και στολισμένη με κορνίζα από δεκάδες λαμπάκια που αναβοσβήνουν. Το σπίτι μέσα είναι γεμάτο από αστέρια του αμερικανικού κινηματογράφου. Βλέπουμε τους ήρωες μας να κοιμούνται και δίπλα τους κούκλες που μοιάζουν ζωντανές τους κρατούν συντροφιά, ενώ η μελωδική μουσική και τα θερμά και ψυχρά χρώματα «συμπρωταγωνιστούν» με τους ήρωες, καθώς φτιάχνουν εικαστικές συνθέσεις, βοηθώντας τα πλάνα να στέκονται αυτόνομα και να γεμίζουν την εικόνα μας. ψυχρά χρώματα. Ο ήχος όμως του Βάγκνερ με το «τάδε έφη Ζαρατούστρα» τραβά την προσοχή μια και είναι διασκευή του γνωστού θέματος που χρησιμοποιούσε και ο Έλβις Πρίσλεϊ στην δική του εισαγωγή στις συναυλίες του. Το ορχηστρικό κορυφώνεται, όταν βλέπουμε την Σοφία να φοράει με τελετουργική προσπάθεια το μαύρο καλσόν και τις ζαρτιέρες, σε μια αποθέωση του φετιχισμού και της ομορφιάς του γυναικείου σώματος. Αλλάζοντας η μουσική ακούμε την μελαγχολική σύνθεση του Xατζηνάσιου, παράλληλα ένα γκρο πλαν μας αφήνει πάνω στο γλυκό και λαμπερό πρόσωπο της φίλης της Μαρίνας που είναι ξαπλωμένη. Είναι μια επίδειξη υψηλής σκηνοθετικής κλάσης που αγκαλιάζει με την μια την κίνηση της μηχανής τις ερμηνείες των ηθοποιών την φωτογραφία το μοντάζ την σκηνογραφία και την μουσική. Επίσης έχουμε ένα τράβελινκ της κάμερας που σταματά εκεί που βρίσκεται το κρεββάτι του Αργυρή ο οποίος ξυπνώντας ανάβει τσιγάρο, ενώ δίπλα του υπάρχει μια γυμνή κοπέλα (το γυμνό δίνεται άφθονο στον θεατή ως μια αντιηδονοβλεπτική δόση). Πάνω στον τοίχο βλέπουμε την φιγούρα του Σπαίντερμαν ο οποίος υφαίνει με το δίχτυ του τον φιλμικό μύθο. Παράλληλα Το «τάδε έφη Ζαρατούστρα» ξαναμπαίνει εμβόλιμα στην σκηνή όταν ο αργυρής συναντά στην εξώπορτα την Σοφία που πάει για «δουλειά».    Ο Αργυρής πριν πάει να πάρει το φίλο του που αποφυλακίζεται τον είδαμε να βάζει στο πικ- απ το «πρελούδιο για Σουίτα για βιολοντσέλο αρ.1 BWV 1007»  δείχνοντας μας, ότι πάρα τα όσα είπε ενάντια σε σχέση με τον θεό μπροστά στον καθρέπτη, ότι διατηρεί μέσα στην ψυχή του μια ελάχιστη σπίθα πίστης, παράλληλα με αμφιβολία για τα όσα ενάρετα συμβαίνουν γύρω του. Η μοναχική και συνεχόμενη επανάληψη του αριτισμού από το βιολοντσέλο, δείχνει να υφαίνει κατά κάποιο τρόπο μια ήρεμη μυστική συνομιλία με τον ηρώα μας. Ενώ σε όλη την παρουσία των ηρώων εντός του σπιτιού, αφήνεται να εννοηθεί ένα παιχνίδι επικοινωνίας με τις κούκλες από πορσελάνη και τις αφίσες στους τοίχους, έτσι ώστε να μοιάζουν σαν να κινούνται και να ζουν στο λυκόφως των ειδώλων.                                                                                                                                 Παρακολουθώντας την ταινία, παρατηρούμε ότι αυτή προσδιορίζεται και χρονικά με την εμφάνιση ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου, εν αναμονή του αποφυλακισμένου φίλου τους. Πλησιάζουν Χριστούγεννα και το δέντρο φαίνεται ότι χρησιμοποιείται από το σκηνοθέτη, για να παίξει το ρόλο της σύνδεσης των ηρώων με το αθώο τους παρελθόν. Στην σκηνή οπού συναντιούνται οι τρεις μας ήρωες με τον ελεύθερο πλέον από την φυλακή φίλο τους, μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε ως ιδιαίτερα πρωτότυπη, τόσο σε θέμα, όσο και στο περιεχόμενο. Ο Αργυρής και η Μαρίνα από την μια πλευρά και ο Αντρέας από την άλλη, ενώ τα διαδοχικά τράβελινκ σταυρώνονται διαστέλλοντας το φιλμικό χωρόχρονο, από την νοσταλγική συγχορδία πιάνου του Χατζηνάσιου. Παράλληλα ακούμε τους γλάρους off, ένα άκουσμα που υπαινίσσεται ελευθέρια και βλέπουμε τον Αντρέα να πετά ένα, ένα τα «ξένα» ρούχα του και να πέφτει γυμνός και «καθαρός» στις αγκαλιές των φίλων του. Η κάμερα «διαβάζει» με πολύ έντεχνο τρόπο τους χώρους του σπιτιού, όταν επιστρέφουν σε αυτό η Σοφία με την Μαρίνα και τα βρουν όλα άνω κάτω, ενώ τα φώτα του νέον, συνδυασμένα με την υποβλητική μουσική, δημιουργούν μίαν βαθιά απειλητική ατμόσφαιρα. Η φωτογραφία του Άρη Σταύρου είναι ένα πραγματικό επίτευγμα, μια και υπηρετεί σωστά την ψυχική ατμόσφαιρα των χωρών. Στο σπίτι έβγαλε αυτή την ζεστή και συνάμα φιλική και γλυκιά αίσθηση, ενώ όταν η δράση το απαιτούσε και με την βοήθεια από την μουσική υπόκρουση και βέβαια τις οδηγίες του σκηνοθέτη η κάμερα μεταμόρφωνε τον χώρο σε ψυχρό και συνάμα απειλητικό.                                                                               
 Η «Γλυκιά Συμμορία» είναι μια ταινία του Ν.Ε.Κ φτιαγμένη με έντονο φορμαλιστικό πάθος και αγνοώντας κάθε προσπάθεια να φανεί αληθοφανής, κινείται σε έναν ξέχωρο δικό της κόσμο και απευθύνεται στον θεατή που θα θέληση να την ακολουθήσει στην παραλογή πορείας της. Με τα πρώτα εντυπωσιακά πλανά της κερδίζει ήδη τον θεατή, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα και το στίγμα της, ένας κόσμος του φετίχ, αστραφτερός και συνάμα παρακμιακός και όπως λέει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης «Η ιστορία της γλυκείας συμμορίας είναι μια μελέτη πάνω στο νέο πρόσωπο του παγκοσμίου επερχόμενου κρατικού φασισμού, μια ιστορία χαράς, κάποιου τρυφερού ερωτά, μιας μουσικής θανάτου, μιας αναπόλησης χρωμάτων, γλυκιάς βίας και γέλιου…». Η ταινία είχε μια εντυπωσιακή πορεία στις αίθουσες για την εποχή της (1983), σε μια εποχή κατά  την οποία το ενδιαφέρον για το Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο ήταν σχεδόν στο μηδέν, αλλά η «Γλυκιά Συμμορία» δεν ήταν   μια κοινή «λαϊκή» ταινία. Έχει μέσα της έναν αέρα αναρχίας, συνειδητής περιθωριοποίησης, νεανικής τρέλας, και κλαυσίγελο, που προκαλείται από την αίσθηση του κωμικοτραγικού. Βλέπουμε ότι ο σκηνοθέτης έχει μια άλλη αντίληψη σε σχέση με το γέλιο και τον θρήνο, το πένθος και τον αυτοσαρκασμό. Η συγκεκριμένη ταινία είναι μία από τις αντιπροσωπευτικότερες ταινίες του Ν.Ε.Κ. και σημείο αναφοράς για την εργογραφία του Νίκου Νικολαϊδη.
 του Βενετσάνου Γιωώργου                                                                                                                                                   

Βιβλιογραφικές πηγές
Γ. Αθανασίου κ.α, Νεοελληνικό Θέατρο (1600-1940) – Κινηματογράφος, τόμος Β΄. Εκδόσεις ΕΑΠ Πατρα: 2001.
Στάθης Βαλούκος: Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος 1965-1981, Αιγόκερως, Αθήνα 2011.
Μίμης Τσακωνιάτης: «Γλυκιά συμμορία».   
Συνέντευξη του Νίκου Νικολαΐδη στη Ρέα Γρηγορίου, περιοδικό Δρώμενα, 1996.
 «Ημερολόγιο του 24ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης» του Μπάμπη Ακτσιόγλου.
Τάσος Γουδέλης: «Γελώντας μέχρι θανάτου», στο Μίμης Τσακωνιάτης (επιμ.): Νίκος Νικολαίδης, 48ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Αιγόκερως, Αθήνα, 2007.                      
Ηλεκτρονικές πηγές
http://www.cine.gr/film.asp?id=1204&page=4                                                                                                          

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ψάρια της Κάρλας

Η Κάρλα πριν την αποξήρανσή της, αποτελούσε ένα πολύ σημαντικό υγρότοπο, ο οποίος φιλοξενούσε μια μεγάλη ποικιλία από ανθρώπινες δραστηριότητες. Η Κάρλα με τα άφθονα ψάρια της, υπήρξε ο χώρος όπου αναπτύχθηκε ένας μοναδικός τρόπος ζωής των ανθρώπων που επί αιώνες ψάρευαν στα νερά της. Οι Καναλιώτες, κυρίως, ψαράδες αποτελούσαν μια οργανωμένη κοινωνία ψαράδων που διαιώνισαν αυτόν τον τρόπο ζωής, από πατέρα σε γιο, ως την αποξήρανση της λίμνης το 1962. Η λίμνη διέθετε τρεις ιχθυόσκαλες. Η μεγαλύτερη ονομάζονταν αποβάθρα και βρίσκονταν στην Πέτρα. Στην αποβάθρα γίνονταν η διακίνηση των ψαριών, τα οποία έφταναν ως και δεκαπέντε τόνους τη μέρα. Η δεύτερη ιχθυόσκαλα ονομάζονταν Αερανή και βρίσκονταν κοντά στον Άγιο Νικόλαο και η τρίτη, που ονομάζονταν παλαιόσκαλα, βρίσκονταν ανάμεσα στα Κανάλια και το Καλαμάκι. Στη σκάλα συγκεντρώνονταν κάθε πρωί μικροπωλητές και έμποροι απ’όλη τη Θεσσαλία για να συμμετέχουν στην πώληση των ψαριών. Τα περιζήτητα ψάρια της λίμνης πωλούνταν και στο π...

Οι συνένοχοι και συναυτουργοί της Τουρκίας

  Επιμέλεια από Αντώνη Αντωνά. « Το τα αδύνατα διώκειν μανικόν· αδύνατον δε το τους φαύλους μη τοιαύτά τινα ποιείν » , δηλαδή  « Το να επιδιώκεις πράγματα που είναι αδύνατα είναι τρελό· και είναι αδύνατο οι φαύλοι να μην κάνουν κάτι τέτοιο » ,   Μάρκος Αυρήλιος.  ΟΙ ΔΟΛΙΟΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ ΜΑΣ ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΟΙ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΠΟΙΟΥΝ ΤΗΝ ΝΙΣΣΑ, ΓΙΑ ΤΙΣ ΙΤΑΜΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ,  ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΑ  ή ΠΑΛΛΑΚΙΔΑ  ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΗ ΤΟΥΡΚΙΑ. ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΠΑΡΚΑ ΕΤΟΙΜΑΖΕΙ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣΟΥΛΤΑΝΟΣ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΠΟΥ; ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΩΣ ΕΑΝ ΕΙΝΑΙ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΤΟΥ ΤΣΙΦΛΙΚΙ. ΠΕΡΙΚΥΚΛΩΝΕΙ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΙΜΙΑ  ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΑΚΡΙΤΙΚΑ ΜΑΣ ΝΗΣΙΑ ΜΕ ΕΠΙΘΕΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ.  ΠΑΡΑΒΙΑΖΕΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΑΙΘΕΡΕΣ ΚΑΙ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΠΡΟ ΔΗΛΩΝΕΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΔΙΣΤΑΣΕΙ ΝΑ ΕΠΑΝΑΛΑΒΕΙ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΟΥ  ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑ  ΕΤΣΕΒΙΤ ΤΟ 1974 ,  ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ  ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΟΛΟΚΛΗ Ρ Η  κλπ ,  κλπ   . ΣΕ ΚΑΤΑΠΑΤΗΜΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΩΜΑΤΑ ΖΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΤΟ ΘΡΑΣΟ...